- μούδα
- (I)η ναυτ. οριζόντια ενισχυτική σειρά τού ιστίου, κατά μήκος τής οποίας είναι στερεωμένα μικρά και ελαφρά σχοινιά, χρήσιμα για το μουδάρισμα τού πανιού ενός ιστιοφόρου πλοίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού μουδάρω*].————————(II)ηγυναικεία φορεσιά, αλλαξιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. muda].
Dictionary of Greek. 2013.